Τα δάχτυλα γλιστράνε στις χειρολαβές,
εδώ κανονικά θα έκανε στάση.
Τα χέρια μου ιδρωμένα δεν πολεμούν το χτες
σου δίνονται εν λευκώ και όπου φτάσει
Γυρνώ απ’ την άλλη το κεφάλι
να μη με δουν που κλαίω
οι άλλοι οι επιβάτες μη με λυπηθούν.
Πάτησε γκάζι οδηγέ, προχώρα καταρρέω,
πάλι στο σπίτι της μπροστά δε θέλω να με δουν,
πάλι στο σπίτι της μπροστά δε θέλω να με δουν.
Το δρομολόγιο ίδιο, ίδια η φωνή
αγάπη μου, εγώ περνώ μαρτύριο.
Οι φόβοι μου καθρέφτες μου σκίζουν τη ζωή
αυτής που της ακύρωσες το εισιτήριο.
Γυρνώ απ’ την άλλη το κεφάλι
να μη με δουν που κλαίω
οι άλλοι οι επιβάτες μη με λυπηθούν.
Πάτησε γκάζι οδηγέ, προχώρα καταρρέω,
πάλι στο σπίτι της μπροστά δε θέλω να με δουν,
πάλι στο σπίτι της μπροστά δε θέλω να με δουν.
|
Ta dáchtila glistráne stis chirolavés,
edó kanoniká tha ékane stási.
Ta chéria mu idroména den polemun to chtes
su dínonte en lefkó ke ópu ftási
Girnó ap’ tin álli to kefáli
na mi me dun pu kleo
i álli i epivátes mi me lipithun.
Pátise gkázi odigé, prochóra katarréo,
páli sto spíti tis brostá de thélo na me dun,
páli sto spíti tis brostá de thélo na me dun.
To dromológio ídio, ídia i foní
agápi mu, egó pernó martírio.
I fóvi mu kathréftes mu skízun ti zoí
aftís pu tis akíroses to isitírio.
Girnó ap’ tin álli to kefáli
na mi me dun pu kleo
i álli i epivátes mi me lipithun.
Pátise gkázi odigé, prochóra katarréo,
páli sto spíti tis brostá de thélo na me dun,
páli sto spíti tis brostá de thélo na me dun.
|