Έχω μια τίγρη μέσα μου, άγρια λιμασμένη
π’ όλο με περιμένει
κι όλο την καρτερώ,
τηνε μισώ και με μισεί, θέλει να με σκοτώσει,
μα ελπίζω να φιλιώσει
καιρό με τον καιρό.
Έχει τα δόντια στην καρδιά, τα νύχια στο μυαλό μου
κι εγώ για το καλό μου
για κείνη πολεμώ
κι όλου του κόσμου τα καλά με κάνει να μισήσω,
για να της τραγουδήσω τον πιο βαρύ καημό.
Όρη, λαγκάδια και γκρεμνά με σπρώχνει να περάσω,
για να την αγκαλιάσω
στον πιο τρελό χορό,
κι όταν τις κρύες τις βραδιές θυμάται τα κλουβιά της,
μου δίνει την προβιά της
για να τηνε φορώ.
Καμιά φορά απ’ το πιοτό πέφτουμε μεθυσμένοι,
σχεδόν αγαπημένοι,
καθείς να κοιμηθεί
και μοιάζει ετούτη η σιωπή με λίγο πριν τη μπόρα,
σαν τη στερνή την ώρα
που θα επιτεθεί.
|
Έcho mia tígri mésa mu, ágria limasméni
p’ ólo me periméni
ki ólo tin karteró,
tine misó ke me misi, théli na me skotósi,
ma elpízo na filiósi
keró me ton keró.
Έchi ta dóntia stin kardiá, ta níchia sto mialó mu
ki egó gia to kaló mu
gia kini polemó
ki ólu tu kósmu ta kalá me káni na misíso,
gia na tis tragudíso ton pio varí kaimó.
Όri, lagkádia ke gkremná me spróchni na peráso,
gia na tin agkaliáso
ston pio treló choró,
ki ótan tis kríes tis vradiés thimáte ta kluviá tis,
mu díni tin proviá tis
gia na tine foró.
Kamiá forá ap’ to piotó péftume methisméni,
schedón agapiméni,
kathis na kimithi
ke miázi etuti i siopí me lígo prin ti bóra,
san ti sterní tin óra
pu tha epitethi.
|