Η τύχη με κατάτρεξε, απ’ τα μικρά μου χρόνια
κι έζησα μες στα βάσανα και μες στην καταφρόνια.
Μες στο δρόμο της ζωής μου παραστράτησα, ω, ω, ω
και με δέρνει η κοινωνία η σατράπισσα.
Κανείς δεν ξέρει τον καημό που τρώει την καρδιά μου
κι όλοι μου ρίχνουν άδικο στη μαύρη συμφορά μου.
Απ’ τα βάσανα του κόσμου παραστράτησα, ω, ω, ω
και με δέρνει η κοινωνία, η σατράπισσα.
Δε βρίσκω τόπο να σταθώ και στέκι για ν’ αράξω
να κάτσω ολομόναχος κι από καρδιάς να κλάψω.
Απ’ τα βάσανα του κόσμου παραστράτησα, ω, ω, ω
και με δέρνει η κοινωνία, η σατράπισσα.
|
I tíchi me katátrekse, ap’ ta mikrá mu chrónia
ki ézisa mes sta vásana ke mes stin katafrónia.
Mes sto drómo tis zoís mu parastrátisa, o, o, o
ke me dérni i kinonía i satrápissa.
Kanis den kséri ton kaimó pu trói tin kardiá mu
ki óli mu ríchnun ádiko sti mavri simforá mu.
Ap’ ta vásana tu kósmu parastrátisa, o, o, o
ke me dérni i kinonía, i satrápissa.
De vrísko tópo na stathó ke stéki gia n’ arákso
na kátso olomónachos ki apó kardiás na klápso.
Ap’ ta vásana tu kósmu parastrátisa, o, o, o
ke me dérni i kinonía, i satrápissa.
|