Βασιλάκη, ξέρεις πώς γνέθουν το μαλλάκι;
Μόνο τσιφτετέλια μωρέ σ’ έμαθε η μανούλα σου;
Μάθε μωρέ και κάτι χρήσιμο!
Πρώτα παίρνουμε το νήμα
το μελί το κατσιασμένο
κι όπως είναι λερωμένο
το πετάμε στο νερό.
Μ’ ένα κόπανο στο χέρι
το χτυπάμε το καημένο
για να γίνει αγνό παρθένο
να `χει χρώμα ζωηρό.
Μετά το πλένουμε καλά,
το σφίγγουμε γερά
να διώξουμε τη λέρα
κι όλα τ’ άλλα βλαβερά.
Γιατί υπάρχουνε πολλοί
που πάνε για μαλλί
πατρίδα μου καημένη
και σ’ αφήνουνε γουλί.
Το καθήκον με καλεί,
το μαλλί το μαλλί
που μπερδεύτηκε πολύ
στη Βουλή στη Βουλή
κι έγιναν μαλλιά κουβάρια
της Βουλής τα παλληκάρια
ποιος θα φάει πιο πολύ.
Και είναι θέμα εθνικό
το μαλλί το μαλλί
μες στο μαύρο πανικό
στη Βουλή στη Βουλή
να `ρχεται το κάθε τσόλι
να ρωτάει σ’ αυτήν την πόλη
πώς θα γίνει αφεντικό.
Μη ρωτάς τι θες,
του κάτω κόσμου οι πυρκαγιές
έχουν ανάψει κι ό,τι και να πω
σαν υφαντό στον αργαλειό
που `χει ξεβάψει.
Μα είναι ζήτημα τιμής,
το μαλλί το μαλλί
στον καιρό της παρακμής
πιο πολύ πολύ,
να ξεκαθαρίσει ο χώρος
πριν να μάθει ο κάθε σκόρος
εξουσία τι θα πει.
Άμα, πια!
|
Oasiláki, kséris pós gnéthun to malláki;
Móno tsiftetélia moré s’ émathe i manula su;
Máthe moré ke káti chrísimo!
Próta pernume to níma
to melí to katsiasméno
ki ópos ine leroméno
to petáme sto neró.
M’ éna kópano sto chéri
to chtipáme to kaiméno
gia na gini agnó parthéno
na `chi chróma zoiró.
Metá to plénume kalá,
to sfíngume gerá
na dióksume ti léra
ki óla t’ álla vlaverá.
Giatí ipárchune polli
pu páne gia mallí
patrída mu kaiméni
ke s’ afínune gulí.
To kathíkon me kali,
to mallí to mallí
pu berdeftike polí
sti Oulí sti Oulí
ki éginan malliá kuvária
tis Oulís ta pallikária
pios tha fái pio polí.
Ke ine théma ethnikó
to mallí to mallí
mes sto mavro panikó
sti Oulí sti Oulí
na `rchete to káthe tsóli
na rotái s’ aftín tin póli
pós tha gini afentikó.
Mi rotás ti thes,
tu káto kósmu i pirkagiés
échun anápsi ki ó,ti ke na po
san ifantó ston argalió
pu `chi ksevápsi.
Ma ine zítima timís,
to mallí to mallí
ston keró tis parakmís
pio polí polí,
na ksekatharísi o chóros
prin na máthi o káthe skóros
eksusía ti tha pi.
Άma, pia!
|