Στο κοτέτσι έχουμε πάρει ένα νέο πετεινάρι,
που `χει όμορφες φτερούγες και μια φουντωτή ουρά,
όλο έρχεται και πάει και τις κότες μας τσιμπάει
και φωνάζει “κοκορίκο”, δυνατά κάθε φορά.
Κοκορίκο, κοκορίκο, πετεινέ μου, πιτσιρίκο,
με το κόκκινο λειρί,
κοκορίκο, κοκορίκο, για καυγά είσαι απίκο,
πετεινέ μου, πιτσιρίκο, που μας κάνεις το βαρύ,
κοκο – κόκο – κόκο – κοκορί.
Τώρα που `σαι στο κοτέτσι, μη τσιμπάς τις κότες έτσι,
και μη βάζεις, κάθε τόσο, τη φωνή τη δυνατή,
γιατί θα θυμώσουν τ’ άλλα, τα κοκόρια τα μεγάλα,
και θα σου τσουρομαδήσουν την ουρά τη φουντωτή.
Κοκορίκο, κοκορίκο, πετεινέ μου, πιτσιρίκο,
με το κόκκινο λειρί,
κοκορίκο, κοκορίκο, για καυγά είσαι απίκο,
πετεινέ μου, πιτσιρίκο, που μας κάνεις το βαρύ,
κοκο – κόκο – κόκο – κοκορί.
|
Sto kotétsi échume pári éna néo petinári,
pu `chi ómorfes fteruges ke mia funtotí urá,
ólo érchete ke pái ke tis kótes mas tsibái
ke fonázi “kokoríko”, dinatá káthe forá.
Kokoríko, kokoríko, petiné mu, pitsiríko,
me to kókkino lirí,
kokoríko, kokoríko, gia kavgá ise apíko,
petiné mu, pitsiríko, pu mas kánis to varí,
koko – kóko – kóko – kokorí.
Tóra pu `se sto kotétsi, mi tsibás tis kótes étsi,
ke mi vázis, káthe tóso, ti foní ti dinatí,
giatí tha thimósun t’ álla, ta kokória ta megála,
ke tha su tsuromadísun tin urá ti funtotí.
Kokoríko, kokoríko, petiné mu, pitsiríko,
me to kókkino lirí,
kokoríko, kokoríko, gia kavgá ise apíko,
petiné mu, pitsiríko, pu mas kánis to varí,
koko – kóko – kóko – kokorí.
|