Το μαύρο πιάνο σκονισμένο
μέσα στο σπίτι τ’ αδειανό
απ’ την αγάπη χτυπημένο
αιμορραγεί στο δειλινό.
Με πλήκτρα που έχουνε ρημάξει
και με σπασμένη την ουρά
αυτό το πιάνο με τρομάζει
πόσο μου μοιάζει τελικά.
Όταν τ’ αγγίζεις το μαγεύεις
και δίχως λέξεις του μιλάς
σαν ηλιαχτίδα τρεμοπαίζεις
και σ’ άγνωστες κορφές πετάς.
Κι όταν του δίνεσαι με πάθος
στην τελευταία τη στροφή
Θεέ μου, ζηλεύω κι είναι λάθος
που σ’ αγαπώ τόσο πολύ.
Το μαύρο πιάνο με τρελαίνει
με κάνει να παραμιλώ
κι είναι φορές που το λατρεύω
κι άλλες πολλές που το μισώ.
Ξεκούρδιστο, συννεφιασμένο
δίχως φροντίδα και αγκαλιά
αυτό το πιάνο με τρομάζει
πόσο μου μοιάζει τελικά.
Με τ’ άγγιγμά σου μόνο ανθίζει
με την ανάσα σου επιζεί
χωρίς εσένα δε χαρίζει
τη μελωδία στη ζωή.
Κι όταν του δίνεσαι με πάθος
στην τελευταία τη στροφή
Θεέ μου, ζηλεύω κι είναι λάθος
που σ’ αγαπώ τόσο πολύ.
|
To mavro piáno skonisméno
mésa sto spíti t’ adianó
ap’ tin agápi chtipiméno
emorragi sto dilinó.
Me plíktra pu échune rimáksi
ke me spasméni tin urá
aftó to piáno me tromázi
póso mu miázi teliká.
Όtan t’ angizis to magevis
ke díchos léksis tu milás
san iliachtída tremopezis
ke s’ ágnostes korfés petás.
Ki ótan tu dínese me páthos
stin teleftea ti strofí
Theé mu, zilevo ki ine láthos
pu s’ agapó tóso polí.
To mavro piáno me treleni
me káni na paramiló
ki ine forés pu to latrevo
ki álles pollés pu to misó.
Ksekurdisto, sinnefiasméno
díchos frontída ke agkaliá
aftó to piáno me tromázi
póso mu miázi teliká.
Me t’ ángigmá su móno anthízi
me tin anása su epizi
chorís eséna de charízi
ti melodía sti zoí.
Ki ótan tu dínese me páthos
stin teleftea ti strofí
Theé mu, zilevo ki ine láthos
pu s’ agapó tóso polí.
|