Εκεί, προς τις γραμμές του Νότιου απείρου
Περήφανο ως λικνίζοντας το πλοίο
Με δύο γλαρά φουγάρα και ονείρου
Φώτα χρυσά η Κυρία μ’ ένα βιβλίο,
Στο χέρι εμελαγχολεί τι θεία ώρα
Στα βαλς που η σάλα αντηχεί κι είχεν έβγει
Μισή φωτιά η σελήνη! και τι φιόρα
οι έξωμες μηλαίδες και τα ζεύγη.
Που ωραία στροβιλίζονταν. Η μπάντα
που ανύποπτους σε μέθη αιθέρια εώρει!
Και η Κυρία ωωω! που εκράτει πάντα
εκείνο το βιβλίο το βαπόρι
Στο πέλαο που αγάλι έκανε κράτει
Ω η Κυρία, η Κυρία αυτή η μοιραία
με πάντα το βιβλίο τώρα ω νάτη
κρυφά το σκα απ’ την πόρτα κι ειν’ ωραία.
Μα ωχρή Ενώ το πλοίο πλέει ή δεν πλέει;
το πλοίαρχο κρατεί κι αχνή και κρύα:
«Γροίκησα σαν κάποιο τίναγμα» του λέει.
– Μα βέβαια, βυθιζόμεθα Κύρια!
|
Eki, pros tis grammés tu Nótiu apiru
Perífano os liknízontas to plio
Me dío glará fugára ke oniru
Fóta chrisá i Kiría m’ éna vivlío,
Sto chéri emelagcholi ti thia óra
Sta vals pu i sála antichi ki ichen évgi
Misí fotiá i selíni! ke ti fióra
i éksomes miledes ke ta zevgi.
Pu orea strovilízontan. I bánta
pu anípoptus se méthi ethéria eóri!
Ke i Kiría ooo! pu ekráti pánta
ekino to vivlío to vapóri
Sto pélao pu agáli ékane kráti
O i Kiría, i Kiría aftí i mirea
me pánta to vivlío tóra o náti
krifá to ska ap’ tin pórta ki in’ orea.
Ma ochrí Enó to plio pléi í den pléi;
to pliarcho krati ki achní ke kría:
«Grikisa san kápio tínagma» tu léi.
– Ma vévea, vithizómetha Kíria!
|