Βγαίνουν οι φαντάροι
από το Χαϊδάρι
το απόγεμα την Κυριακή.
Και σε περιμένω,
στόμα διψασμένο,
όμως είναι η ώρα βιαστική.
Προσκλητήριο η σάλπιγγα χτυπάει
και σε χάνω μες στο πλήθος το χακί,
κι έχω μπει στα δεκαοχτώ αυτό το Μάη,
κι έχεις μπει μες στη στρατώνα Κυριακή.
Θα ‘ρθω πάλι πίσω
να σε συναντήσω
και την επομένη Κυριακή.
Θα σε αγκαλιάσω
για να ξεδιψάσω,
όμως μια στιγμούλα δεν αρκεί.
Προσκλητήριο η σάλπιγγα χτυπάει
και σε χάνω μες στο πλήθος το χακί,
κι έχω μπει στα δεκαοχτώ αυτό το Μάη,
κι έχεις μπει μες στη στρατώνα Κυριακή.
|
Ogenun i fantári
apó to Chaidári
to apógema tin Kiriakí.
Ke se periméno,
stóma dipsasméno,
ómos ine i óra viastikí.
Prosklitírio i sálpinga chtipái
ke se cháno mes sto plíthos to chakí,
ki écho bi sta dekaochtó aftó to Mái,
ki échis bi mes sti stratóna Kiriakí.
Tha ‘rtho páli píso
na se sinantíso
ke tin epoméni Kiriakí.
Tha se agkaliáso
gia na ksedipsáso,
ómos mia stigmula den arki.
Prosklitírio i sálpinga chtipái
ke se cháno mes sto plíthos to chakí,
ki écho bi sta dekaochtó aftó to Mái,
ki échis bi mes sti stratóna Kiriakí.
|