Ένα πουλί απόδημο, καθόταν στην πλατεία
χάζευε τους περαστικούς, και έπινε μπύρα κρύα.
Η πρώτη φέρνει δεύτερη, κι η δεύτερη ζαλάδες
κάτω από τα καθίσματα, κινούνται συμπληγάδες.
Και ενώ στο Vox παιζότανε, έργο του Παζολίνι
χάλασε απότομα ο καιρός, και ξέσπασε μπουρίνι.
Δεν ήταν στάλες τις βροχής, για να κρατάς ομπρέλα
ήταν μπάτσοι διαλεχτοί, που κάναν πασαρέλα.
Κανένας δεν τους κοίταξε, τους γύρισαν την πλάτη
και μείνανε τα μανεκέν, στην πίκρα και στο άχτι.
Και έτσι όπως ήταν του χεριού, την πέσαν στο πουλάκι
γιατί είχε στη φτερούγα του, φτηνό σκουλαρικάκι.
Με γεια το μοντελάκι σου, που έφτιαξε ο Τσεκλένης
κυρ αστυνόμε το φτωχό,τι έφταιξα και δέρνεις.
Φταίει το σκουλαρίκι σου, γιατί ανταύγειες βγάζει
και ενώ ‘μαι αυτοκράτορας, γελάει και με χλευάζει.
|
Έna pulí apódimo, kathótan stin platia
cházeve tus perastikus, ke épine bíra kría.
I próti férni defteri, ki i defteri zaládes
káto apó ta kathísmata, kinunte sibligádes.
Ke enó sto Vox pezótane, érgo tu Pazolíni
chálase apótoma o kerós, ke kséspase buríni.
Den ítan stáles tis vrochís, gia na kratás obréla
ítan bátsi dialechti, pu kánan pasaréla.
Kanénas den tus kitakse, tus girisan tin pláti
ke minane ta manekén, stin píkra ke sto áchti.
Ke étsi ópos ítan tu cheriu, tin pésan sto puláki
giatí iche sti fteruga tu, ftinó skularikáki.
Me gia to monteláki su, pu éftiakse o Tseklénis
kir astinóme to ftochó,ti éfteksa ke dérnis.
Ftei to skularíki su, giatí antavgies vgázi
ke enó ‘me aftokrátoras, gelái ke me chlevázi.
|