Μες στην καρδιά του φτερουγίζει η ελπίδα
κι έχει της μάνας την ευχή στη θύμησή του,
μα δεν ακούει προσευχές η καταιγίδα
κι έτσι ποτέ δε θα γυρίσει στο νησί του,
μα δεν ακούει προσευχές η καταιγίδα
κι έτσι ποτέ δε θα γυρίσει στο νησί του.
Άει καρδούλα μου κι αγάντα,
τι σου έμελλε να δεις,
αγνοούμενοι σαράντα
κι επιζήσαντες, ουδείς,
αγνοούμενοι σαράντα
κι επιζήσαντες, ουδείς.
Καθώς του πέλαγου ο δαίμονας ζυγώνει
και το καράβι σαν στοιχειό ανεμοδέρνει,
η παγερή φθινοπωριά το μαστιγώνει
και κάθε κύμα της αργά το βυθογέρνει,
η παγερή φθινοπωριά το μαστιγώνει
και κάθε κύμα της αργά το βυθογέρνει.
Άει καρδούλα μου κι αγάντα,
τι σου έμελλε να δεις,
αγνοούμενοι σαράντα
κι επιζήσαντες, ουδείς,
αγνοούμενοι σαράντα
κι επιζήσαντες, ουδείς.
|
Mes stin kardiá tu fterugizi i elpída
ki échi tis mánas tin efchí sti thímisí tu,
ma den akui prosefchés i kategida
ki étsi poté de tha girísi sto nisí tu,
ma den akui prosefchés i kategida
ki étsi poté de tha girísi sto nisí tu.
Άi kardula mu ki agánta,
ti su émelle na dis,
agnoumeni saránta
ki epizísantes, udis,
agnoumeni saránta
ki epizísantes, udis.
Kathós tu pélagu o demonas zigóni
ke to karávi san stichió anemodérni,
i pagerí fthinoporiá to mastigóni
ke káthe kíma tis argá to vithogérni,
i pagerí fthinoporiá to mastigóni
ke káthe kíma tis argá to vithogérni.
Άi kardula mu ki agánta,
ti su émelle na dis,
agnoumeni saránta
ki epizísantes, udis,
agnoumeni saránta
ki epizísantes, udis.
|