Σε σένα ορκιζόμουνα,
στα χέρια σου χανόμουνα,
κι εσύ μες στ’ αδιέξοδο με πνίγεις.
Ποτέ σου δε μ’ αγάπησες,
μονάχα στοιχημάτισες
ν’ αρπάξεις την καρδιά μου και να φύγεις.
Το στοίχημα το κέρδισες
κι απ’ τη ζωή σου μ’ έσβησες,
τα πήρες όλα κι έφυγες μακριά μου.
Δικιά σου η αλήθεια μου,
οι νύχτες, τα ξενύχτια μου,
δικά σου τα σκοτάδια της βραδιάς,
δικό σου και το αίμα της καρδιάς.
Μην ψάχνεις για προσχήματα,
έτσι είναι τα στοιχήματα,
με κέρδισες και πρέπει να πληρώσω.
Μου παίρνεις την αλήθεια μου
και ψάξε μες στα στήθια μου,
δεν έχω άλλη καρδιά για να σου δώσω.
|
Se séna orkizómuna,
sta chéria su chanómuna,
ki esí mes st’ adiéksodo me pnígis.
Poté su de m’ agápises,
monácha stichimátises
n’ arpáksis tin kardiá mu ke na fígis.
To stichima to kérdises
ki ap’ ti zoí su m’ ésvises,
ta píres óla ki éfiges makriá mu.
Dikiá su i alíthia mu,
i níchtes, ta kseníchtia mu,
diká su ta skotádia tis vradiás,
dikó su ke to ema tis kardiás.
Min psáchnis gia proschímata,
étsi ine ta stichímata,
me kérdises ke prépi na pliróso.
Mu pernis tin alíthia mu
ke psákse mes sta stíthia mu,
den écho álli kardiá gia na su dóso.
|