Καμάκωσα ένα μωρό σε μια πλατεία
ένα ξανθό αγγελάκι που ήταν μόνο του στη γη
το κοίταξα στα μάτια και τα σάλια μου άρχισαν να τρέχουν.
Θεέ μου, το ‘θελα πολύ.
Προσπάθησα να εξηγήσω στο μωρό.
“Μη με παρεξηγείς, την ώρα θέλω μόνο να μου πεις”.
Με κοίταξε στα χέρια και μπανίζει “σγουοτς”
και μου μιλά γλυκά, πολύ γλυκά στο αριστερό το αυτί.
“Άντε να χαθείς, να ξυριστείς
για δε γουστάρω τέτοια εγώ”.
Θα μου φύγει και θα παίζω εγώ μοναχός,
αχ δεν το μπορώ το χωρισμό.
Την πιάνω στο ψιλό της λέω για ποτό,
για παγωτό αν θέλεις, μόνο να ‘μαστε μαζί.
Αρχίζει να με βρίσκει ενδιαφέρον ον
την πιάνω απ’ το χέρι κι είμαστε καθ’ οδόν.
“Άντε για να δεις, μη ξυριστείς γιατί γουστάρω τέτοια εγώ”.
Δε θα φύγει και θα παίζω εγώ μαζί της μέχρι το πρωί,
δε θα φύγει και θα παίζουμε μαζί μέχρι το πρωί,
αχ πώς το μπορώ τέτοιο μωρό.
|
Kamákosa éna moró se mia platia
éna ksanthó angeláki pu ítan móno tu sti gi
to kitaksa sta mátia ke ta sália mu árchisan na tréchun.
Theé mu, to ‘thela polí.
Prospáthisa na eksigíso sto moró.
“Mi me pareksigis, tin óra thélo móno na mu pis”.
Me kitakse sta chéria ke banízi “sguots”
ke mu milá gliká, polí gliká sto aristeró to aftí.
“Άnte na chathis, na ksiristis
gia de gustáro tétia egó”.
Tha mu fígi ke tha pezo egó monachós,
ach den to boró to chorismó.
Tin piáno sto psiló tis léo gia potó,
gia pagotó an thélis, móno na ‘maste mazí.
Archízi na me vríski endiaféron on
tin piáno ap’ to chéri ki imaste kath’ odón.
“Άnte gia na dis, mi ksiristis giatí gustáro tétia egó”.
De tha fígi ke tha pezo egó mazí tis méchri to pri,
de tha fígi ke tha pezume mazí méchri to pri,
ach pós to boró tétio moró.
|