Όταν βγάλει η νύχτα το μαύρο της φόρεμα
και φορέσει η μέρα το σκισμένο μπλουτζίν,
εγώ θα ταξιδεύω σαν λαθραίο εμπόρευμα
με μια σύριγγα στο χέρι αδειανή.
Στο τελευταίο μου ταξίδι
η σύριγγα η μόνη συντροφιά
όλα έχουν τελειώσει ήδη
ειρωνικά ο Χάρος μου χαμογελά.
Στα είκοσί μου χρόνια δεν υπάρχει αύριο
δεν υπάρχει έρωτας, δίψα για ζωή.
Στα είκοσί μου χρόνια μοιάζω με ναυάγιο
που `χει σκορπίσει εδώ κι εκεί.
Όταν βγάλει η νύχτα το μαύρο της φόρεμα
και φορέσει η μέρα το σκισμένο μπλουτζίν,
εγώ θα `χω προσθέσει το δικό μου όνομα
σ’ αυτούς που `χουνε φύγει βιαστικοί.
|
Όtan vgáli i níchta to mavro tis fórema
ke forési i méra to skisméno blutzín,
egó tha taksidevo san lathreo ebórevma
me mia síringa sto chéri adianí.
Sto telefteo mu taksídi
i síringa i móni sintrofiá
óla échun teliósi ídi
ironiká o Cháros mu chamogelá.
Sta ikosí mu chrónia den ipárchi avrio
den ipárchi érotas, dípsa gia zoí.
Sta ikosí mu chrónia miázo me nafágio
pu `chi skorpísi edó ki eki.
Όtan vgáli i níchta to mavro tis fórema
ke forési i méra to skisméno blutzín,
egó tha `cho prosthési to dikó mu ónoma
s’ aftus pu `chune fígi viastiki.
|