Κάθε μέρα που περνάει
είναι αυτό και τίποτα άλλο
φτάνει να ‘σαι εκεί.
Μόνο εσύ κανένας άλλος
δεν υπάρχει εδώ γύρω
ξύπνιος το πρωί.
Την πόρτα ανοίγω κάθε βράδυ
στο θεριό που είπες θα ‘ρθει
κι είναι πάντα εδώ.
Μα δε μιλάει περιμένει
την ίδια πάλι ιστορία
θέλει να του πω.
Κι εγώ στις απειλές του τραγουδάω
και στη μανία του με γέλιο απαντώ
και το χρυσάφι που αγαπάει δεν το θέλω
κι όταν ορμάει μες τα μάτια το κοιτώ
Όσο κι αν με καίει η φωτιά του
μες την παγωνιά της νύχτας
είν΄ το μόνο φως.
Κι αν την πόρτα δεν ανοίξω
το θεριό που είπες θα ‘ρθει
γίνεται καπνός.
Κι εγώ στις απειλές του τραγουδάω
και στη μανία του με γέλιο απαντώ
και το χρυσάφι που αγαπάει δεν το θέλω
κι όταν ορμάει μες τα μάτια το κοιτώ
|
Káthe méra pu pernái
ine aftó ke típota állo
ftáni na ‘se eki.
Móno esí kanénas állos
den ipárchi edó giro
ksípnios to pri.
Tin pórta anigo káthe vrádi
sto therió pu ipes tha ‘rthi
ki ine pánta edó.
Ma de milái periméni
tin ídia páli istoría
théli na tu po.
Ki egó stis apilés tu tragudáo
ke sti manía tu me gélio apantó
ke to chrisáfi pu agapái den to thélo
ki ótan ormái mes ta mátia to kitó
Όso ki an me kei i fotiá tu
mes tin pagoniá tis níchtas
in΄ to móno fos.
Ki an tin pórta den anikso
to therió pu ipes tha ‘rthi
ginete kapnós.
Ki egó stis apilés tu tragudáo
ke sti manía tu me gélio apantó
ke to chrisáfi pu agapái den to thélo
ki ótan ormái mes ta mátia to kitó
|