Με φωνάζαν θαλασσόλυκο Νικόλα
γιατί ήμουν στις φουρτούνες μες στα όλα
γιατί είχα μια λεβέντικη καρδιά
που τη χάρισα μια νύχτα στον Περαία
σε δυο μάτια σαν τη θάλασσα ωραία
μα εκείνα μου την κάψαν μια βραδιά
Μια βραδιά στον Αϊ Βασίλη
είχαν στεφανώματα
κι έκλαψα την νύχτα εκείνη
ως τα ξημερώματα
Τώρα φίλο μου τον πόνο έχω κάνει
και δεν βγαίνω όταν πιάνουμε λιμάνι
μόνο γέρνω στην κουκέτα σιωπηλός
κι επειδή των αλλονών κάνω την βάρδια
για να κλαίω την αγάπη μου τα βράδια
με φωνάζουνε το θύμα ο Νικολός
|
Me fonázan thalassóliko Nikóla
giatí ímun stis furtunes mes sta óla
giatí icha mia levéntiki kardiá
pu ti chárisa mia níchta ston Perea
se dio mátia san ti thálassa orea
ma ekina mu tin kápsan mia vradiá
Mia vradiá ston Ai Oasíli
ichan stefanómata
ki éklapsa tin níchta ekini
os ta ksimerómata
Tóra fílo mu ton póno écho káni
ke den vgeno ótan piánume limáni
móno gérno stin kukéta siopilós
ki epidí ton allonón káno tin várdia
gia na kleo tin agápi mu ta vrádia
me fonázune to thíma o Nikolós
|