Με τ’ άσπρο μου μαντήλι
θα σ’ αποχαιρετήσω
και για να μου `ρθεις πίσω
στην εκκλησιά θα μπω.
Θ’ ανάψω το καντήλι
και το κερί θα σβήσω
τα μάτια μου θα κλείσω
και θα σ’ ονειρευτώ.
Γιατί είσαι λυπημένο
και δε μιλάς κι εσύ
πουλί ταξιδεμένο
σε μακρινό νησί;
Είχα τα δυο σου χείλη
κρυφό της νύχτας αστέρι
μα το δικό μου αστέρι
μη παίρνεις από δω.
Σου χάρισα κοχύλι
να το κρατάς στο χέρι
ως τ’ άλλο καλοκαίρι
που θα σε ξαναδώ.
|
Me t’ áspro mu mantíli
tha s’ apocheretíso
ke gia na mu `rthis píso
stin ekklisiá tha bo.
Th’ anápso to kantíli
ke to kerí tha svíso
ta mátia mu tha kliso
ke tha s’ onireftó.
Giatí ise lipiméno
ke de milás ki esí
pulí taksideméno
se makrinó nisí;
Icha ta dio su chili
krifó tis níchtas astéri
ma to dikó mu astéri
mi pernis apó do.
Su chárisa kochíli
na to kratás sto chéri
os t’ állo kalokeri
pu tha se ksanadó.
|