Μες στη χασάπικη αγορά ένα χασαπάκι,
με την ελίτσα και τα φρίδια τα σμιχτά
όταν με βλέπει και περνάω από μπροστά του
τη μαχαιρίτσα του στο κούτσουρο χτυπά.
Τα μάγουλα του κοκκινίζουν και με σφάζουν
η όμορφιά του μ’ έχει κάνει σαν τρελή
με γοητεύει, με μαγεύει, με παιδεύει
τον έσυμπάθησα, μανούλα μου, πολύ.
Έχει ένα μπόι λεβεντιά, σαν τη λαμπάδα
να ξέρες, μάνα μου, πολύ τον αγαπώ
κι αν δεν το πάρω, να το ξέρεις θα χτικιάσω,
γιαυτόνε, μάνα μου, στη μαύρη γη θα μπω
|
Mes sti chasápiki agorá éna chasapáki,
me tin elítsa ke ta frídia ta smichtá
ótan me vlépi ke pernáo apó brostá tu
ti macherítsa tu sto kutsuro chtipá.
Ta mágula tu kokkinízun ke me sfázun
i ómorfiá tu m’ échi káni san trelí
me goitevi, me magevi, me pedevi
ton ésibáthisa, manula mu, polí.
Έchi éna bói leventiá, san ti labáda
na kséres, mána mu, polí ton agapó
ki an den to páro, na to kséris tha chtikiáso,
giaftóne, mána mu, sti mavri gi tha bo
|