Μια νυσταγνένη καλημέρα
κι ένα φιλί ευωδιαστό
ξαπλώνουν λίγο παραπέρα,
πλάι στο χουζούρι το μικρό.
Μια σπιθαμή ήλιος τρυπώνει
και τα σκουντάει και τα δυο,
μα το μικρούλι το χουζούρι
δε θέλω, λέει, να σηκωθώ.
Αχ, νυσταγμένο μου χουζούρι
πάλι κοιμήθηκες αργά,
ώρα ν’ ανοίξεις τα ματάκια,
άλλη μέρα ξεκινά.
Το πουπουλένιο μαξιλάρι
βγάζει ένα τόσο δα φτερό,
που σαν πλαγιάζει το κεφάλι
τ’ αρχίζει στο γαργαλητό.
Και ξεπηδάει ένα γελάκι,
ένα πνιχτό, μικρό γελάκι
και ένα γλυκό παραπονάκι
από εκείνη που αγαπώ.
Αχ, νυσταγμένο μου χουζούρι
πάλι κοιμήθηκες αργά,
ώρα ν’ ανοίξεις τα ματάκια,
άλλη μέρα ξεκινά.
Κάτω απ’ τη μάλλινη κουβέρτα,
μες στων ονείρων τη φωλιά,
λίγο τεντώνει τα χεράκια
και πάλι μπρούμυτα γυρνά.
Για δε μ’ αφήνετε επιτέλους
να κοιμηθώ κι εγώ λιγάκι;
Δεν έχουν πέσει τίτλοι τέλους
στου ύπνου μου το ταξιδάκι!
|
Mia nistagnéni kaliméra
ki éna filí evodiastó
ksaplónun lígo parapéra,
plái sto chuzuri to mikró.
Mia spithamí ílios tripóni
ke ta skuntái ke ta dio,
ma to mikruli to chuzuri
de thélo, léi, na sikothó.
Ach, nistagméno mu chuzuri
páli kimíthikes argá,
óra n’ aniksis ta matákia,
álli méra ksekiná.
To pupulénio maksilári
vgázi éna tóso da fteró,
pu san plagiázi to kefáli
t’ archízi sto gargalitó.
Ke ksepidái éna geláki,
éna pnichtó, mikró geláki
ke éna glikó paraponáki
apó ekini pu agapó.
Ach, nistagméno mu chuzuri
páli kimíthikes argá,
óra n’ aniksis ta matákia,
álli méra ksekiná.
Káto ap’ ti mállini kuvérta,
mes ston oniron ti foliá,
lígo tentóni ta cherákia
ke páli brumita girná.
Gia de m’ afínete epitélus
na kimithó ki egó ligáki;
Den échun pési títli télus
stu ípnu mu to taksidáki!
|