Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε,
όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους
η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
από τις τρύπες του πανωφοριού τους
μπαινοβγαίνει ο θάνατος
Πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους
η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
από τις τρύπες του πανωφοριού τους
μπαινοβγαίνει ο θάνατος
Πάνoυ στα καραούλια πετρώσαν
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.
Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
τώρα γεμίζουν τα κανόνια τους
τώρα γεμίζουν μόνο με την καρδιά τους.
|
Tósa chrónia óli pináne,
óli dipsáne, óli skotónonte
poliorkiméni apó steriá ke thálassa,
éfage i kápsa ta choráfia tus
i armíra pótise ta spítia tus
apó tis trípes tu panoforiu tus
benovgeni o thánatos
Poliorkiméni apó steriá ke thálassa,
éfage i kápsa ta choráfia tus
i armíra pótise ta spítia tus
apó tis trípes tu panoforiu tus
benovgeni o thánatos
Pánu sta karaulia petrósan
viglízontas to maniasméno pélago ópu vuliakse
to spasméno katárti tu fengariu.
To psomí sóthike, ta vólia sóthikan,
tóra gemízun ta kanónia tus
tóra gemízun móno me tin kardiá tus.
|