Φάλαρα, χαλινάρια
χλιμίντρισμα κι οπλές
τ’ αλόγου μου τα χνάρια
ματωμένες ιαχές.
Περήφανό μου άτι
και συμπολεμιστή
απ’ του χαμού σου το άχτι
μοιρολόι και ωδή.
Στου πόλεμου το χρώμα
οι πρώτες μου φασκιές
παιδάκι πράμα ακόμα
ντύθηκα μ` αρματωσιές.
Της μάνας μου το γάλα
μοίρα μου και φυλαχτό
να υφαίνω τα μεγάλα
στης ζωής τον αργαλειό.
Η φτέρνα του Αχιλλέα
του κόσμου είναι πληγή
το κρίμα μου σημαία
στου Αχέροντα τη γη.
Του Αϊ Γιώργη τάμα
καρφώνω στο σταυρό
τ` όνειρο και το θαύμα
προσκυνάω και περνώ.
Το φόβο κυριεύω
λυτρώνω το καλό
πιότερο αντρειεύω
νικάω το θάνατο.
|
Fálara, chalinária
chlimíntrisma ki oplés
t’ alógu mu ta chnária
matoménes iachés.
Perífanó mu áti
ke sibolemistí
ap’ tu chamu su to áchti
mirolói ke odí.
Stu pólemu to chróma
i prótes mu faskiés
pedáki práma akóma
ntíthika m` armatosiés.
Tis mánas mu to gála
mira mu ke filachtó
na ifeno ta megála
stis zoís ton argalió.
I ftérna tu Achilléa
tu kósmu ine pligí
to kríma mu simea
stu Achéronta ti gi.
Tu Ai Giórgi táma
karfóno sto stavró
t` óniro ke to thafma
proskináo ke pernó.
To fóvo kirievo
litróno to kaló
piótero antrievo
nikáo to thánato.
|