Πόνος που δεν ακούστηκε
δεν τράνταξε από κλάμα
βουβά πικραίνει τη ζωή
και θέλει να τη σβήσει
όσο δε σπάει ο λυγμός
να τον παρηγορήσει.
Του πόνου το θολό γυαλί
στο δάκρυ καθαρίζει
όπως το στόμα το πικρό
με το κρασί γλυκίζει.
Είναι θνητή κάθε στιγμή
στου χρόνου την ανέμη
τελειώνει η μέρα η φωτεινή
μα ούτε κι η νύχτα μένει.
Γεννιέται ο ήλιος την αυγή
το βράδυ χαιρετάει.
Ένας γλεντά τον ερχομό
κι άλλος μοιρολογάει.
|
Pónos pu den akustike
den trántakse apó kláma
vuvá pikreni ti zoí
ke théli na ti svísi
óso de spái o ligmós
na ton parigorísi.
Tu pónu to tholó gialí
sto dákri katharízi
ópos to stóma to pikró
me to krasí glikízi.
Ine thnití káthe stigmí
stu chrónu tin anémi
telióni i méra i fotiní
ma ute ki i níchta méni.
Genniéte o ílios tin avgí
to vrádi cheretái.
Έnas glentá ton erchomó
ki állos mirologái.
|