Με όσα βρήκα φυλαχτά
πάνω σου περασμένα
με τόσες κρύες θάλασσες
τα μάτια σου πλεγμένα.
Θέλω να πάρω πάνω μου
όλη τους την ευθύνη
για όσα χρόνια είδανε
να φεύγουνε σαν σμήνη.
Θυμάσαι όλες τις βραδιές
που μοιάζαν μεσημέρια
και ιστορίες που έζησες
και σου ‘μειναν στα χέρια.
Για κάτι δράκους που παλιά
τρώγαν φιλιά να ζήσουν
και για του χρόνου τα σκυλιά
που όλους θα μας νικήσουν.
Κι εγώ που θέλω απ’ τη ζωή
τα πάντα κι άλλο τόσο
δε βρίσκω κάτι ακριβό
τώρα πια να σου δώσω.
Μόνο αυτό που κυνηγά
το άρρωστο μυαλό μου
έτσι κι αλλιώς δεν ήτανε
και δε θα ‘ναι δικό μου.
|
Me ósa vríka filachtá
páno su perasména
me tóses kríes thálasses
ta mátia su plegména.
Thélo na páro páno mu
óli tus tin efthíni
gia ósa chrónia idane
na fevgune san smíni.
Thimáse óles tis vradiés
pu miázan mesiméria
ke istoríes pu ézises
ke su ‘minan sta chéria.
Gia káti drákus pu paliá
trógan filiá na zísun
ke gia tu chrónu ta skiliá
pu ólus tha mas nikísun.
Ki egó pu thélo ap’ ti zoí
ta pánta ki állo tóso
de vrísko káti akrivó
tóra pia na su dóso.
Móno aftó pu kinigá
to árrosto mialó mu
étsi ki alliós den ítane
ke de tha ‘ne dikó mu.
|