Κοιμήθηκα με δακρυσμένα μάτια
στου ονείρου μου τα πρώτα σκαλοπάτια
μες στο κρυφό πηγάδι της ψυχής μου
αντίλαλο ν’ ακούσω της φωνής μου.
Ν’ ακούσω μοιρολόγια και κατάρες
αντί για λόγια αγάπης με κιθάρες,
οι πίκρες θα με κάνουν νάνι νάνι
στον ύπνο μου η αγάπη να πεθάνει.
Κι αν τη ζωή αποφάσισα να ζήσω
φτιάχνω τους δρόμους να την περπατήσω
γιατί ήσουν κάτι πιο πολύ.
Ψάχνω να βρω αιτίες να σε μισήσω,
βρίσκω πολλές να σε ξαναγαπήσω
γιατί ήσουν κάτι πιο πολύ.
Κοιμήθηκα με διψασμένα χείλια
με κόκκινα κεράσια και σταφύλια,
μετέωρα σου άφησα τα χάδια
για να ‘ρχεσαι να τ’ ακουμπάς τα βράδια.
|
Kimíthika me dakrisména mátia
stu oniru mu ta próta skalopátia
mes sto krifó pigádi tis psichís mu
antílalo n’ akuso tis fonís mu.
N’ akuso mirológia ke katáres
antí gia lógia agápis me kitháres,
i píkres tha me kánun náni náni
ston ípno mu i agápi na petháni.
Ki an ti zoí apofásisa na zíso
ftiáchno tus drómus na tin perpatíso
giatí ísun káti pio polí.
Psáchno na vro etíes na se misíso,
vrísko pollés na se ksanagapíso
giatí ísun káti pio polí.
Kimíthika me dipsasména chilia
me kókkina kerásia ke stafília,
metéora su áfisa ta chádia
gia na ‘rchese na t’ akubás ta vrádia.
|