Είμαι το ξέρω λογικός. Ω δεν μιλάω.
Σαν λάμψει η μέρα σβω το φως μου.
Αν ιδώ ένα φύλλο πούπεσε εντός μου
λέω “είδα ένα φύλλο που ‘πεσε και πάω”
Τόσο πολύ! Προσέχω. Τ’ όντι
δεν έχω αντίρρηση καμιά. Χαρά μου
να ‘ναι τα δυο διπλό απ’ το ένα. Νοερά μου
πως είναι στρόγγυλοι επιμένω οι οριζόντοι.
Τρελός εγώ; Αστείο! Και στίχους
φιάχνω, και πάω πατώντας˙ ούτε λόγος
ότι όπως στρίβει ο δρόμος, αναλόγως
στρίβω να μη σκουντάψω πα στους τοίχους…
Λοιπόν δεν είμαι. Ωραία! Το ψέμα
μισώ. Τώρα εννοώ γιατί η καρδιά μου
έκανε τίκι τακ για κείνηνα στοχιά μου:
για να κυκλοφοράει μου το αίμα!
Πέθανε! Πως την έλεγαν ξεχνάω
χάθηκε μαζί της η χαρά, το φως μου
και είμαι τόσο λογικός που εντός μου
λέω “είδα ένα φύλλο που ‘πεσε και πάω”
|
Ime to kséro logikós. O den miláo.
San lámpsi i méra svo to fos mu.
An idó éna fíllo pupese entós mu
léo “ida éna fíllo pu ‘pese ke páo”
Tóso polí! Prosécho. T’ ónti
den écho antírrisi kamiá. Chará mu
na ‘ne ta dio dipló ap’ to éna. Noerá mu
pos ine stróngili epiméno i orizónti.
Trelós egó; Astio! Ke stíchus
fiáchno, ke páo patóntas˙ ute lógos
óti ópos strívi o drómos, analógos
strívo na mi skuntápso pa stus tichus…
Lipón den ime. Orea! To pséma
misó. Tóra ennoó giatí i kardiá mu
ékane tíki tak gia kinina stochiá mu:
gia na kikloforái mu to ema!
Péthane! Pos tin élegan ksechnáo
cháthike mazí tis i chará, to fos mu
ke ime tóso logikós pu entós mu
léo “ida éna fíllo pu ‘pese ke páo”
|