Έβγαινε κάποτε τις ώρες που βραδιάζει
ένας τρελός, της νύχτας που ήθελε να μοιάζει.
Στα σκοτεινά της μάτια μέσα την κοιτούσε,
για τα κρυφά της μυστικά ξανά ρωτούσε.
Μίλα μου κόρη της σιωπής, μη με παιδεύεις
Πως τους θεούς και τους ανθρώπους τους μαγεύεις.
Από τα χίλια μυστικά πες μου ένα,
πες στον τρελό σου πως θα γίνει σαν εσένα.
Σαν άκουσε η νύχτα την τρελή ευχή του,
κατέβηκε από τα αστέρια στη μικρή αυλή του
και τον κοιτά ειρωνικά και τον ρωτάει
αν έχει μάθει όλους τους φόβους να νικάει.
Κοίταξε γύρω σου και πες μου τι νομίζεις.
Δεν είναι εύκολο καρδιές να αποκοιμίζεις.
Κι ύστερα μόνη να πετάς στην ερημιά σου
και να `χεις πάντα συντροφιά τη μοναξιά σου.
Ένα πρωί θ’ ακούσεις κάποιους να ρωτούνε
για ένα τρελό που έχουνε μέρες να τον δούνε.
Ήταν θα λένε σκοτεινός και μόνος ζούσε
μια νύχτα χάθηκε στη νύχτα που αγαπούσε.
|
Έvgene kápote tis óres pu vradiázi
énas trelós, tis níchtas pu íthele na miázi.
Sta skotiná tis mátia mésa tin kituse,
gia ta krifá tis mistiká ksaná rotuse.
Míla mu kóri tis siopís, mi me pedevis
Pos tus theus ke tus anthrópus tus magevis.
Apó ta chília mistiká pes mu éna,
pes ston treló su pos tha gini san eséna.
San ákuse i níchta tin trelí efchí tu,
katévike apó ta astéria sti mikrí avlí tu
ke ton kitá ironiká ke ton rotái
an échi máthi ólus tus fóvus na nikái.
Kitakse giro su ke pes mu ti nomízis.
Den ine efkolo kardiés na apokimízis.
Ki ístera móni na petás stin erimiá su
ke na `chis pánta sintrofiá ti monaksiá su.
Έna pri th’ akusis kápius na rotune
gia éna treló pu échune méres na ton dune.
Ήtan tha léne skotinós ke mónos zuse
mia níchta cháthike sti níchta pu agapuse.
|