Στα μεσάνυχτα και κάτι
στου Μηνά του Μπαρμπαριά
μπήκανε μισοφτιαγμένα
τρία ξεμπάρκα παιδιά.
Κλείσανε κι οι τρεις το μάτι
με πολύ βαρύ τουπέ
και παράγγειλαν στο γέρο
να τα πιούνε ρεφενέ.
Στην κουβέρτα και στ’ αμπάρια
μπρατσωμένοι αετοί
και στο γλέντι παλικάρια
άμα λάχει δηλαδή.
Ποτηράκι ποτηράκι
στου Μηνά του Μπαρμπαριά
κάβο δέσανε οι πίκρες
κι αναστήθηκε η καρδιά.
Το τραβήξανε στο έτσι
ίσαμε πρωί πρωί
και εξηγήθηκαν με έξτρα
στη γερή λυπητερή.
Κι ο μπάρμπα Μηνάς κεφάτος
θαλασσόλυκος παλιός
κέρασε το τελευταίο
για να πιει μαζί κι αυτός.
|
Sta mesánichta ke káti
stu Miná tu Barbariá
bíkane misoftiagména
tría ksebárka pediá.
Klisane ki i tris to máti
me polí varí tupé
ke parángilan sto géro
na ta piune refené.
Stin kuvérta ke st’ abária
bratsoméni aeti
ke sto glénti palikária
áma láchi diladí.
Potiráki potiráki
stu Miná tu Barbariá
kávo désane i píkres
ki anastíthike i kardiá.
To travíksane sto étsi
ísame pri pri
ke eksigíthikan me ékstra
sti gerí lipiterí.
Ki o bárba Minás kefátos
thalassólikos paliós
kérase to telefteo
gia na pii mazí ki aftós.
|