Μ’ έχουν τρομάξει κάποια νύχτα οι μεθυσμένοι
κάτι αυτοκίνητα που βγαίνουν ξαφνικά
στο πρόβλημα μου η φωνή σου θυμωμένη
είδα μια ανάσταση χωρίς βεγγαλικά
και τότε τρόμαξα, τρόμαξα
πως ειν’ οι ευτυχισμένοι
Μ’ έχουν τρομάξει κάτι ασκέπαστα πηγάδια
πώς φτάνει απόκοσμος ο ήχος του κουβά
η φαντασία μου που δίψαγε σκοτάδια
μετά η ευθεία μου που πήγαινε στραβά
και τότε τρόμαξα, τρόμαξα τι σκέπαζαν τα χάδια
Κι άλλο, κι άλλο
έχω μέσα μου θεό να βγάλω
Κι άλλο, κι άλλο
έχω μέσα μου καημό μεγάλο
καημό μεγάλο
θεό να βγάλω
Μ’ έχει τρομάξει τόση ανάγκη να ρυθμίζω
με τις κουβέντες μου του τέλους τη ροή
μα για την ώρα το κάστρο μου γκρεμίζω
κοιμήσου φως μου, εσύ δουλεύεις το πρωί
σεντόνι τ’ όνειρο και δώσ’ του τ’ ανεμίζω
|
M’ échun tromáksi kápia níchta i methisméni
káti aftokínita pu vgenun ksafniká
sto próvlima mu i foní su thimoméni
ida mia anástasi chorís vengaliká
ke tóte trómaksa, trómaksa
pos in’ i eftichisméni
M’ échun tromáksi káti asképasta pigádia
pós ftáni apókosmos o íchos tu kuvá
i fantasía mu pu dípsage skotádia
metá i efthia mu pu pígene stravá
ke tóte trómaksa, trómaksa ti sképazan ta chádia
Ki állo, ki állo
écho mésa mu theó na vgálo
Ki állo, ki állo
écho mésa mu kaimó megálo
kaimó megálo
theó na vgálo
M’ échi tromáksi tósi anágki na rithmízo
me tis kuvéntes mu tu télus ti roí
ma gia tin óra to kástro mu gkremízo
kimísu fos mu, esí dulevis to pri
sentóni t’ óniro ke dós’ tu t’ anemízo
|