Την αντάμωσα ένα βράδυ στην Αθήνα
και μεθύσαμε απ τα πρώτα τα φιλιά
ήταν γλυκιά ήταν ωραία ήταν τσαχπίνα
και είχε μια τρελή τσιγγάνικη ομορφιά, αααα
που μου κρατάει σκλάβα χρόνια την καρδιά
Ήταν η τρέλα μου, ήταν η ζήλια μου η μεγάλη
που κομματιάσαν την καλή της την καρδιά
και μια βραδιά μες ‘το μεθύσι της, στην παραζάλη
πήρε τα μάτια της και χάθηκε μακριά
και από τότε δεν τη ξαναείδα πια
Είμαι ένοχος, παραδέχομαι, εγώ φταίω
που σαν τύραννος της εφέρθηκα, σκληρά
και μια ζωή θα τυραννιέμαι και θα την κλαίω
χωρίς να βρω ποτέ καμιά παρηγοριά
Θα τη ζητώ, δε θα την βρίσκω πουθενά
|
Tin antámosa éna vrádi stin Athína
ke methísame ap ta próta ta filiá
ítan glikiá ítan orea ítan tsachpína
ke iche mia trelí tsingániki omorfiá, aaaa
pu mu kratái skláva chrónia tin kardiá
Ήtan i tréla mu, ítan i zília mu i megáli
pu kommatiásan tin kalí tis tin kardiá
ke mia vradiá mes ‘to methísi tis, stin parazáli
píre ta mátia tis ke cháthike makriá
ke apó tóte den ti ksanaida pia
Ime énochos, paradéchome, egó fteo
pu san tírannos tis eférthika, sklirá
ke mia zoí tha tiranniéme ke tha tin kleo
chorís na vro poté kamiá parigoriá
Tha ti zitó, de tha tin vrísko puthená
|