Κάθεσαι τώρα απέναντι μου,
και με κοιτάζεις ειρωνικά,
είναι μαζί σου πάλι εκείνος,
και εγώ υποφέρω που τον κρατάς,
που του γελάς, τον αγαπάς.
Τώρα με εκδικείσαι,
από εκεί που είσαι,
τώρα με κοιτάζεις,
αγκαλιά με εκείνον,
και εγώ πνίγω τον θυμό μου,
τον εγωισμό μου μέσα μου κρατάω
γιατί σ’ αγαπώ.
Πίνω, καπνίζω,
μέσα μου βρίζω
και με σκοτώνει που είμαι εδώ,
σε αυτήν τη θέση πόσο σ’ αρέσει,
ν’αργοπεθαίνω για σένα εγώ
και απορώ που σ’ αγαπώ..
|
Káthese tóra apénanti mu,
ke me kitázis ironiká,
ine mazí su páli ekinos,
ke egó ipoféro pu ton kratás,
pu tu gelás, ton agapás.
Tóra me ekdikise,
apó eki pu ise,
tóra me kitázis,
agkaliá me ekinon,
ke egó pnígo ton thimó mu,
ton egismó mu mésa mu kratáo
giatí s’ agapó.
Píno, kapnízo,
mésa mu vrízo
ke me skotóni pu ime edó,
se aftín ti thési póso s’ arési,
n’argopetheno gia séna egó
ke aporó pu s’ agapó..
|