Τώρα που ’ρχονται τα χιόνια
σκέπτομαι κάθε στιγμή
που ’ναι τα παιδικά μου χρόνια
που ’χα όνειρα βροχή,
που μιλούσα με τ’ αηδόνια
και μου γέλαγ’ η ζωή.
Οι ωραίες μου αγάπες
πέταξαν σαν τα πουλιά,
και την κάθε μου ελπίδα
μου την πήρε η λησμονιά,
και την έκανε ρυτίδα
και ανάμνηση παλιά.
Τώρα που ’ρχονται τα χιόνια
σκέπτομαι κάθε στιγμή
πως με γέλασαν τ’ αηδόνια
που μιλούσανε μαζί,
πως με γέλασαν τ’ αηδόνια,
πως με γέλασ’ η ζωή.
|
Tóra pu ’rchonte ta chiónia
sképtome káthe stigmí
pu ’ne ta pediká mu chrónia
pu ’cha ónira vrochí,
pu milusa me t’ aidónia
ke mu gélag’ i zoí.
I orees mu agápes
pétaksan san ta puliá,
ke tin káthe mu elpída
mu tin píre i lismoniá,
ke tin ékane ritída
ke anámnisi paliá.
Tóra pu ’rchonte ta chiónia
sképtome káthe stigmí
pos me gélasan t’ aidónia
pu milusane mazí,
pos me gélasan t’ aidónia,
pos me gélas’ i zoí.
|