Και τώρα της μεγάλης μας γιορτής
τα φώτα τα χρωματιστά
τα σβήσαμε
Όλη η ζωή μας
δυο γαρδένιες
που τις παγώνει η βροχή
Κι ήρθαν οι υπηρέτες της σιωπής
τις πόρτες που ‘χαμε ανοιχτές
τις κλείσανε
κι εχάθηκε
τόση αγάπη
και μείναμε χωρίς ψυχή
Τώρα τίποτα, τίποτα, τίποτα
παγωνιά γύρω, κι έρημοι δρόμοι
ούτε δάκρυα
ούτε συγγνώμη
πού να γείρω και που να σταθείς
εγώ φεύγω κι εσύ δε θα ‘ρθεις
τώρα τίποτα…
Και τώρα τους μεγάλους μας καημούς
οι νύχτες και τα δειλινά
τους πήρανε
Και περπατάμε
και περπατάμε
χωρίς να πάμε πουθενά
Τα τρένα που δεν έχουνε σταθμούς
μας πήραν όλους τους καημούς
και φύγανε
κι εμείς κοιτάμε
όλο κοιτάμε
μήπως γυρίσουνε ξανά
|
Ke tóra tis megális mas giortís
ta fóta ta chromatistá
ta svísame
Όli i zoí mas
dio gardénies
pu tis pagóni i vrochí
Ki írthan i ipirétes tis siopís
tis pórtes pu ‘chame anichtés
tis klisane
ki echáthike
tósi agápi
ke miname chorís psichí
Tóra típota, típota, típota
pagoniá giro, ki érimi drómi
ute dákria
ute singnómi
pu na giro ke pu na stathis
egó fevgo ki esí de tha ‘rthis
tóra típota…
Ke tóra tus megálus mas kaimus
i níchtes ke ta diliná
tus pírane
Ke perpatáme
ke perpatáme
chorís na páme puthená
Ta tréna pu den échune stathmus
mas píran ólus tus kaimus
ke fígane
ki emis kitáme
ólo kitáme
mípos girísune ksaná
|