Ώ Ζάκυνθο, η αύρα σου
χύνει δροσιά γλυκάδα
και φέρνει εμπρός στα μάτια μας
παράδεισου ομορφάδα
Στην αγκαλιά σου
ανθίζουνε, ευωδιασμένα τα άνθη
και λησμονάει όποιος σε ιδεί
τους πόθους και τα πάθη
Όπου κι αν πάω, κι όπου σταθώ
και όπου κατοικίσω
τη μαγική λαμπράδα σου
δεν θε να λησμονήσω
Τα ευγενικά αισθήματα
του ελεύθερου λαού σου
και το γλυκό, ολογάλανο
το χρώμα του ουρανού σου
Όπου με σύρει η μοίρα μου
δεν θα σε λησμονήσω
Αχ πόσο θε να λυπηθώ
Ζάκυνθο όταν σ’ αφήσω
Όπου με σύρει η μοίρα μου
δεν θα σε λησμονήσω
Αχ πόσο θε να λυπηθώ
Ζάκυνθο όταν σ’ αφήσω
|
Ώ Zákintho, i avra su
chíni drosiá glikáda
ke férni ebrós sta mátia mas
parádisu omorfáda
Stin agkaliá su
anthízune, evodiasména ta ánthi
ke lismonái ópios se idi
tus póthus ke ta páthi
Όpu ki an páo, ki ópu stathó
ke ópu katikíso
ti magikí labráda su
den the na lismoníso
Ta evgeniká esthímata
tu eleftheru lau su
ke to glikó, ologálano
to chróma tu uranu su
Όpu me síri i mira mu
den tha se lismoníso
Ach póso the na lipithó
Zákintho ótan s’ afíso
Όpu me síri i mira mu
den tha se lismoníso
Ach póso the na lipithó
Zákintho ótan s’ afíso
|