Ω, μη με βλέπετε που κλαίω!
Δεν έχω θλίψη στην ψυχή μου.
Ό,τι είχα στη ζωή μου ωραίο
χάθηκε κ’ είμαι μοναχή μου.
Είν’ η ζωή μου χωρίς χάρη,
χωρίς χαρά και χωρίς λύπη.
Κι αν τη ματιά δε μου ’χουν πάρει,
ο λογισμός μου πάντα λείπει.
Με τις σκιές μαζί γυρίζω.
Η μοναξιά πλατιά με ζώνει.
Τους τόπους πια δεν τους γνωρίζω.
Νιώθω πυκνό να πέφτει χιόνι.
Τίποτ’ εδώ δε με πλανεύει.
Τίποτ’ εκεί δε μ’ οδηγάει.
Η σκέψη μου όλο και στενεύει,
ενώ η καρδιά μου όλο λυγάει.
Ω, μη με βλέπετε που κλαίω!
Κάποια παλιά συνήθεια θα ’ναι.
Τα μυστικά μου όλα σας λέω,
τώρα που πια δε με μεθάνε.
|
O, mi me vlépete pu kleo!
Den écho thlípsi stin psichí mu.
Ό,ti icha sti zoí mu oreo
cháthike k’ ime monachí mu.
In’ i zoí mu chorís chári,
chorís chará ke chorís lípi.
Ki an ti matiá de mu ’chun pári,
o logismós mu pánta lipi.
Me tis skiés mazí girízo.
I monaksiá platiá me zóni.
Tus tópus pia den tus gnorízo.
Niótho piknó na péfti chióni.
Típot’ edó de me planevi.
Típot’ eki de m’ odigái.
I sképsi mu ólo ke stenevi,
enó i kardiá mu ólo ligái.
O, mi me vlépete pu kleo!
Kápia paliá siníthia tha ’ne.
Ta mistiká mu óla sas léo,
tóra pu pia de me metháne.
|