Τον πρώτο χρόνο ήμουνα
άγιο παιδί στρωμένο
το δεύτερο με γέλασε
μια πλάνα αγκαλιά.
Τον τρίτο ξημερώθηκα
σε άγνωστα κρεβάτια
τον τέταρτο τους φίλους μου
αποχαιρέτησα.
Στην κολυμπήθρα ρίξανε
νερό αλκοολούχο
και τ’ όνομα που μου ‘δωσαν
ήταν χαμένο ρούχο.
Το πρώτο ψέμα το ‘βγαλα
σαν πέτρα απ’ τα νεφρά μου
το δεύτερο σαν κέρασμα
ποτήρι δροσερό.
Το τρίτο σαν της άνοιξης
το πρώτο αεράκι
στο τέταρτο κοιτάχτηκα
δεν ήμουν πια εγώ.
Την πρώτη αγάπη που ‘ζησα
παντοτινή την είπα
η δεύτερη μου κόστισε
λιγότερα φιλιά.
Η τρίτη ήρθε με χαρά
διπλή χαρά που φεύγει
στην τέταρτη να θυμηθώ
να σβήσω τη φωτιά.
|
Ton próto chróno ímuna
ágio pedí stroméno
to deftero me gélase
mia plána agkaliá.
Ton tríto ksimeróthika
se ágnosta krevátia
ton tétarto tus fílus mu
apocherétisa.
Stin kolibíthra ríksane
neró alkoolucho
ke t’ ónoma pu mu ‘dosan
ítan chaméno rucho.
To próto pséma to ‘vgala
san pétra ap’ ta nefrá mu
to deftero san kérasma
potíri droseró.
To tríto san tis ániksis
to próto aeráki
sto tétarto kitáchtika
den ímun pia egó.
Tin próti agápi pu ‘zisa
pantotiní tin ipa
i defteri mu kóstise
ligótera filiá.
I tríti írthe me chará
diplí chará pu fevgi
stin tétarti na thimithó
na svíso ti fotiá.
|