Ντυμένος στην τρίχα χυμάς ένα βράδυ
σα λύκος ξεδοντιάρης σε θρεμμένο κοπάδι
σε κάποιου γνωστού σου το άθλιο σινάφι
το θες μα δεν τολμάς να τους γυρίσεις την πλάτη.
Έλα χαμογέλα
και σου λένε ξανά
έλα χαμογέλα
τα μέσα ο σκοπός συναντά
και σκέψου καλέ μου πόσο είσαι μακριά.
Σιωπάς κι υπομένεις θανάτους φριχτούς
ο λάκκος είναι άδειος και χωράει πολλούς
κι εσύ βλαστημάς την ώρα σου μάγκα
ο χρόνος σου φρενάρει στων παθών τη βδομάδα.
|
Ntiménos stin trícha chimás éna vrádi
sa líkos ksedontiáris se thremméno kopádi
se kápiu gnostu su to áthlio sináfi
to thes ma den tolmás na tus girísis tin pláti.
Έla chamogéla
ke su léne ksaná
éla chamogéla
ta mésa o skopós sinantá
ke sképsu kalé mu póso ise makriá.
Siopás ki ipoménis thanátus frichtus
o lákkos ine ádios ke chorái pollus
ki esí vlastimás tin óra su mágka
o chrónos su frenári ston pathón ti vdomáda.
|