Από παιδί μου άρεσαν τα παραμύθια
κι ήταν της μάνας μου η πιο γλυκιά συνήθεια.
Μάγισσες, πρίγκιπες, νεράιδες, βασιλιάδες
κι ο ήρωάς μου που νικούσε εχθρούς χιλιάδες.
Ύστερα πέρασε ο καιρός, τα παραμύθια
κι έμεινα μόνος μες στου κόσμου την αλήθεια
κι ήρθες εσύ μες στη ζωή μου φως που βγαίνει
ζωή μισή, πότε μαζί και πότε ξένοι.
Χάνομαι χάνομαι
μίκρυναν τα ρούχα μου ή
έτσι αισθάνομαι.
Χάνομαι χάνομαι
μπαίνω μέσα στ’ όνειρο και
χάνομαι.
Αφήνω πάντα μια γωνιά μες στο μυαλό μου.
Να μπαίνω εκεί στο παραμύθι το δικό μου.
Να `μαι βασίλισσα και να `σαι ο πρίγκηπάς μου.
Στο παραμύθι μου να είμαι ο ήρωάς σου.
|
Apó pedí mu áresan ta paramíthia
ki ítan tis mánas mu i pio glikiá siníthia.
Mágisses, prígkipes, neráides, vasiliádes
ki o íroás mu pu nikuse echthrus chiliádes.
Ύstera pérase o kerós, ta paramíthia
ki émina mónos mes stu kósmu tin alíthia
ki írthes esí mes sti zoí mu fos pu vgeni
zoí misí, póte mazí ke póte kséni.
Chánome chánome
míkrinan ta rucha mu í
étsi esthánome.
Chánome chánome
beno mésa st’ óniro ke
chánome.
Afíno pánta mia goniá mes sto mialó mu.
Na beno eki sto paramíthi to dikó mu.
Na `me vasílissa ke na `se o prígkipás mu.
Sto paramíthi mu na ime o íroás su.
|