Ξέρω νεκρούς που έχουν τα μάτια ανοιχτά
και που χτυπάει κανονικά μέσα η καρδιά τους,
παν στη δουλειά, χτυπάνε κάρτα στις επτά,
στο μισθολόγιο υπάρχει τ’ όνομά τους
Αλλά έχουν φύγει μυστικά και σιωπηλά
κι έχουν χωρίσει από τον κόσμο τα δικά τους,
γιατί οι άνθρωποι πεθαίνουν, τελικά,
τη μέρα που πεθαίνουνε τα όνειρά τους
Ξέρω νεκρούς που μες στους δρόμους περπατούν,
κοιτούν βιτρίνες, παζαρεύουν και ψωνίζουν
κάνουνε Πάσχα και τα έθιμα κρατούν,
πληρώνουν φόρους και στις εκλογές ψηφίζουν
Αλλά έχουν φύγει μυστικά και σιωπηλά
κι έχουν χωρίσει από τον κόσμο τα δικά τους,
γιατί οι άνθρωποι πεθαίνουν, τελικά,
τη μέρα που πεθαίνουνε τα όνειρά τους
|
Kséro nekrus pu échun ta mátia anichtá
ke pu chtipái kanoniká mésa i kardiá tus,
pan sti duliá, chtipáne kárta stis eptá,
sto misthológio ipárchi t’ ónomá tus
Allá échun fígi mistiká ke siopilá
ki échun chorísi apó ton kósmo ta diká tus,
giatí i ánthropi pethenun, teliká,
ti méra pu pethenune ta ónirá tus
Kséro nekrus pu mes stus drómus perpatun,
kitun vitrínes, pazarevun ke psonízun
kánune Páscha ke ta éthima kratun,
plirónun fórus ke stis eklogés psifízun
Allá échun fígi mistiká ke siopilá
ki échun chorísi apó ton kósmo ta diká tus,
giatí i ánthropi pethenun, teliká,
ti méra pu pethenune ta ónirá tus
|