Πάντα φοβόμουν τους τοίχους
τους χτυπούσα και βγάζαν περίεργους ήχους
κι είχαν οι τοίχοι πάντα αυτιά
τώρα έχουν σάρκα και οστά.
Πάντα φοβόμουν το βλέμμα
που κοιτάει εσένα αλλά βλέπει εμένα
τη νύχτα σκαλίζει τα μυστικά μου
που έχω κρυμμένα στην καρδιά μου.
Αν ξαφνικά ένα βράδυ
δεν φτάσει ως εδώ το σκοτάδι
τους αρουραίους της πλάσης θα δεις
σαν Άγιο Πνεύμα επί της γης.
Σου γράφω από τα χαρακώματα
νύχτα προς ξημερώματα
στίβω την καρδιά μου να βγάλει μελάνι
φωτιά μου δίνει όμως κι ατσάλι.
|
Pánta fovómun tus tichus
tus chtipusa ke vgázan períergus íchus
ki ichan i tichi pánta aftiá
tóra échun sárka ke ostá.
Pánta fovómun to vlémma
pu kitái eséna allá vlépi eména
ti níchta skalízi ta mistiká mu
pu écho krimména stin kardiá mu.
An ksafniká éna vrádi
den ftási os edó to skotádi
tus arureus tis plásis tha dis
san Άgio Pnevma epí tis gis.
Su gráfo apó ta charakómata
níchta pros ksimerómata
stívo tin kardiá mu na vgáli meláni
fotiá mu díni ómos ki atsáli.
|