Έσβησαν τα όνειρα, έσβησαν
έγινε πρωί
άνοιξε την πόρτα, άνοιξε
ήλιος να με δει
Ήρθες και στο δρόμο μου
φώτισε ο ουρανός
να η καρδιά μου πέταξε
κόκκινος χαρταετός
Σ’ έχω ανάγκη σαν παιδί
μη μ’ αφήσεις να γυρίσω εκεί
στον εαυτό μου στη σιωπή
κρύα θάλασσα έρημο νησί
Άψυχα κορμιά στα χέρια μου
άχρηστα κλειδιά
δε μου μένει τίποτα
τίποτα δε μου φτάνει πια
Έλα ας περπατήσουμε
μακριά απ’ το θόρυβο
τις πληγές να κλείσουμε
έχουμε όλο τον καιρό…
Σ’ έχω ανάγκη σαν παιδί
μη μ’ αφήσεις να γυρίσω εκεί
στον εαυτό μου στη σιωπή
κρύα θάλασσα έρημο νησί
|
Έsvisan ta ónira, ésvisan
égine pri
ánikse tin pórta, ánikse
ílios na me di
Ήrthes ke sto drómo mu
fótise o uranós
na i kardiá mu pétakse
kókkinos chartaetós
S’ écho anágki san pedí
mi m’ afísis na giríso eki
ston eaftó mu sti siopí
kría thálassa érimo nisí
Άpsicha kormiá sta chéria mu
áchrista klidiá
de mu méni típota
típota de mu ftáni pia
Έla as perpatísume
makriá ap’ to thórivo
tis pligés na klisume
échume ólo ton keró…
S’ écho anágki san pedí
mi m’ afísis na giríso eki
ston eaftó mu sti siopí
kría thálassa érimo nisí
|