Aν έχεις δρόμο ανοιχτό και το μυαλό σου καθαρό
έχω το νου μου στις σκιές τις πόρτες μου κλειστές
Δεν αγαπάς βολεύεσαι στις ηδονές σου καίγεσαι
κοιτάς καθρέφτες κι απορείς και λες πως δεν μπορείς
Πρόσωπα χίλια τι να πω που ν’ ακουμπήσω να σταθώ
σας κουβαλώ καθημερινά σαν ψέματα στιφά
Mην ακουμπάς τη λύπη σου δεν έχει σπίτι η τύχη σου
χιλιάδες αν σε κουβαλούν, χιλιάδες θα πονούν
Mες στης Πανδώρας την ψυχή φοβήθηκα κι έχω κρυφτεί
έκλεψα δώρα απ’ τη σιωπή και να η ανταμοιβή
Δώσ’ μου το χέρι σου ψυχή, δεν έχει δρόμο η φυλακή
μέσα σου κι έξω αντηχούν τα βήματα όπου βρουν
|
An échis drómo anichtó ke to mialó su katharó
écho to nu mu stis skiés tis pórtes mu klistés
Den agapás volevese stis idonés su kegese
kitás kathréftes ki aporis ke les pos den boris
Prósopa chília ti na po pu n’ akubíso na stathó
sas kuvaló kathimeriná san psémata stifá
Min akubás ti lípi su den échi spíti i tíchi su
chiliádes an se kuvalun, chiliádes tha ponun
Mes stis Pandóras tin psichí fovíthika ki écho krifti
éklepsa dóra ap’ ti siopí ke na i antamiví
Dós’ mu to chéri su psichí, den échi drómo i filakí
mésa su ki ékso antichun ta vímata ópu vrun
|