Ξύπνα καημένη μάνα μου
απ’ το βαθύ το μνήμα
ξύπνα να ειδείς τον πόνο μου
κουράγιο να μου δώσεις,
απ’ το γκρεμό που έπεσα
εσύ θα με γλιτώσεις.
Στο δάκρυ και στη συμφορά
και στο μεγάλο πόνο,
εσύ γλυκιά αχ μανούλα μου
εσύ με νιώθεις μόνο.
Στους πέντε δρόμους έμεινα
και σπίτι δε γνωρίζω.
Μάνα μου που σε πίκρανα
και το ‘χω μετανοιώσει,
Το τι ήσουν για μένα στη ζωή
αργά το έχω νιώσει.
Στο δάκρυ και στη συμφορά
και στο μεγάλο πόνο,
εσύ γλυκιά αχ μανούλα μου
εσύ με νιώθεις μόνο.
Ξύπνα να δεις πως καίγομαι
να με παρηγορήσεις,
τις φλόγες που με ζώσανε
εσύ θα μου τις σβήσεις.
|
Ksípna kaiméni mána mu
ap’ to vathí to mníma
ksípna na idis ton póno mu
kurágio na mu dósis,
ap’ to gkremó pu épesa
esí tha me glitósis.
Sto dákri ke sti simforá
ke sto megálo póno,
esí glikiá ach manula mu
esí me nióthis móno.
Stus pénte drómus émina
ke spíti de gnorízo.
Mána mu pu se píkrana
ke to ‘cho metaniósi,
To ti ísun gia ména sti zoí
argá to écho niósi.
Sto dákri ke sti simforá
ke sto megálo póno,
esí glikiá ach manula mu
esí me nióthis móno.
Ksípna na dis pos kegome
na me parigorísis,
tis flóges pu me zósane
esí tha mu tis svísis.
|