Το ταξίδι είχε αρχίσει, είδα γύρω μου ζωή
ζώα, φυτά πέτρες με στυλ, δαχτυλίδια μες στη γη.
Συνάντησα πρώτα γαλάζια πουλιά,
ζωγραφίζουν στην άμμο φτερά
η ζέστη μεγάλη και το χώμα ξηρό,
ο αέρας θαμπώνει το φως.
Ταξίδεψα μόνος μου με άλογο ξένο,
δεν μ’ αγγίζει η βροχή
Είναι ωραίο να χάνεις το όνομά σου στην άμμο,
να μη σε πονάει κανείς.
Δυο μέρες μετά ο ήλιος καυτός,
βγάζει το σώμα μου φωτιά
τρεις μέρες μετά στη λάβα της γης,
κοιτάζω ένα ποτάμι νεκρό.
Ο ουρανός με κοιτά, στα μάτια καπνός,
ο αέρας θαμπώνει το φως.
Η θάλασσα ήρθε το όνομά μου να πει,
έδωσε σε όλα πνοή.
Ζώα, φυτά, πέτρες με στυλ, δαχτυλίδια μες στη γη
η θάλασσα κρύβει μια αιώνια ζωή
που κανείς δεν μπορεί να την δει.
Κάτω απ’ τις πόλεις ο αέρας ζεστός
και πια δε θαμπώνει το φως.
|
To taksídi iche archísi, ida giro mu zoí
zóa, fitá pétres me stil, dachtilídia mes sti gi.
Sinántisa próta galázia puliá,
zografízun stin ámmo fterá
i zésti megáli ke to chóma ksiró,
o aéras thabóni to fos.
Taksídepsa mónos mu me álogo kséno,
den m’ angizi i vrochí
Ine oreo na chánis to ónomá su stin ámmo,
na mi se ponái kanis.
Dio méres metá o ílios kaftós,
vgázi to sóma mu fotiá
tris méres metá sti láva tis gis,
kitázo éna potámi nekró.
O uranós me kitá, sta mátia kapnós,
o aéras thabóni to fos.
I thálassa írthe to ónomá mu na pi,
édose se óla pnoí.
Zóa, fitá, pétres me stil, dachtilídia mes sti gi
i thálassa krívi mia eónia zoí
pu kanis den bori na tin di.
Káto ap’ tis pólis o aéras zestós
ke pia de thabóni to fos.
|