Αν ταράζουνε γης, ουρανό και πελάη
και με πάνε μακριά, με τινάζουνε πλάι
των αβύσσων πλουτώνειοι θυμοί
κι αν τον δρόμο μου χάνω σε τόση μαυρίλα,
αντηχάνε βαθιά στης καρδιάς μου τα φύλλα
της οργής οι μεγάλες βροντές.
Δε σε χάνω ποτές.
Στην κορφή του νερού, στον αγέρ’ ανεβαίνω
να κορμί στον αφρό και στην άρμη δεμένο,
να κορμί σαν λαμπάδα χυτό,
σαν τριαντάφυλλο νέο, της αυγής πρώτη γνώρα.
Να κι αστήθι σαν ρόδι σφιχτό,
που μ’ αγάπη και πόνο για σε
το φροντίζω, χρυσέ!
Τα βαριά σου βλέφαρα, Αγνέ, σήκωσέ τα,
τα ρουθούνια, που πάγοι τα κλείουν, άνοιξε τα,
μες στα σπλάχνα σου να μπει φως,
του κορμιού μου το φως, η ευωδιά του συνάμα,
του κορμιού, που λυγάει σαν νερόφιδο, θάμα
κι ένας κόσμος ωραίος, μυστικός
στην ψυχή σου γλυκά να χυθεί,
τη βαριά και παθή.
Πλούσια δώρα σου φέρνω, ό,τι μπόρεσα να ‘χω
κουβαλήσει μ’ αγάπη στον άξενο βράχο.
Ω! καθώς σε νερά γαληνά
τα ψηλά και σπιθιροβόλα πέφτουν ουράνια,
την αυγή ρουμπίνια και το δείλι γεράνια,
και τα πράσινα γύρα βουνά,
κι ο κατάφορτος ήλιος ορτός
πα στη γη καρφωτός,
σε ψυχή μου και σάρκα, τα δύο πελαγίσια,
οι ομορφάδες της πλάσης, του ονείρου τα ηλύσια
καθρεπτίζονται, σβήουν ως αφρός
και με πιότερο λάμπος ξανά μεταδένουν
μιας στιγμής φαντασίες, που για πάντοτε μένουν,
δέξου τα μου κι ως πριν αλαφρός
από πάνω σου διώξε τη μοίρα
τη κακιά και τη στείρα.
Τα λουλούδια από χώρες, που ο ήλιος τες πνίγει
σε γαλάζια, χρυσά, κατακόκκινα ρίγη,
των πουλιών τα τραγούδια, που αχούν
σε νερά, σε κλαριά, με φεγγάρι και μ’ ήλιο,
της ζωής τη χαρά, της χαράς το βασίλειο,
όπου πάω και σταθώ μ’ ακολουθούν,
όλο ζέστα, ευφροσύνη και φως
το τραγούδι κι ο ανθός.
Τα χρυσά μου μαλλιά στα νερά τα ξαπλώνω,
τα μαλλιά μου στα χέρια ψηλά τα σηκώνω
δίχως βάρος μετάξι λεπτό,
την πληγή σου αν μπορούσαν να φτάνανε λίγο,
θα δενόμουνα γύρα, ποτές να μη φύγω,
τον καημό της εγώ να βαστώ
κι όταν σκόζουν βοριάδες αγρίμια,
να σου σκέπω τη γύμνια.
|
An tarázune gis, uranó ke pelái
ke me páne makriá, me tinázune plái
ton avísson plutónii thimi
ki an ton drómo mu cháno se tósi mavríla,
anticháne vathiá stis kardiás mu ta fílla
tis orgís i megáles vrontés.
De se cháno potés.
Stin korfí tu neru, ston agér’ aneveno
na kormí ston afró ke stin ármi deméno,
na kormí san labáda chitó,
san triantáfillo néo, tis avgís próti gnóra.
Na ki astíthi san ródi sfichtó,
pu m’ agápi ke póno gia se
to frontízo, chrisé!
Ta variá su vléfara, Agné, síkosé ta,
ta ruthunia, pu pági ta kliun, ánikse ta,
mes sta spláchna su na bi fos,
tu kormiu mu to fos, i evodiá tu sináma,
tu kormiu, pu ligái san nerófido, tháma
ki énas kósmos oreos, mistikós
stin psichí su gliká na chithi,
ti variá ke pathí.
Plusia dóra su férno, ó,ti bóresa na ‘cho
kuvalísi m’ agápi ston ákseno vrácho.
O! kathós se nerá galiná
ta psilá ke spithirovóla péftun uránia,
tin avgí rubínia ke to dili geránia,
ke ta prásina gira vuná,
ki o katáfortos ílios ortós
pa sti gi karfotós,
se psichí mu ke sárka, ta dío pelagisia,
i omorfádes tis plásis, tu oniru ta ilísia
kathreptízonte, svíun os afrós
ke me piótero lábos ksaná metadénun
mias stigmís fantasíes, pu gia pántote ménun,
déksu ta mu ki os prin alafrós
apó páno su diókse ti mira
ti kakiá ke ti stira.
Ta luludia apó chóres, pu o ílios tes pnígi
se galázia, chrisá, katakókkina rígi,
ton pulión ta tragudia, pu achun
se nerá, se klariá, me fengári ke m’ ílio,
tis zoís ti chará, tis charás to vasílio,
ópu páo ke stathó m’ akoluthun,
ólo zésta, efrosíni ke fos
to tragudi ki o anthós.
Ta chrisá mu malliá sta nerá ta ksaplóno,
ta malliá mu sta chéria psilá ta sikóno
díchos város metáksi leptó,
tin pligí su an borusan na ftánane lígo,
tha denómuna gira, potés na mi fígo,
ton kaimó tis egó na vastó
ki ótan skózun voriádes agrímia,
na su sképo ti gimnia.
|