Ο ήλιος βγαίνει το πρωί
Και ψάχνει μέρος να κρυφτεί
Σ’ αυτήν την πόλη που δε μου ’κανε χατίρι
Μαλώνω μ’ ένα ξυπνητήρι
Φτιάξε με όπως θες εσύ
Και μάσησε μου την τροφή
Τις τσιμεντένιες σου τις ρίζες προσκυνάω
Και στα φανάρια σταματάω
Σ’ αυτήν την πόλη που μυρίζει το νερό
Στον καναπέ ψάχνω την τύχη μου να βρω
Έχω παράθυρο που βλέπει προς την δύση
Όμως μου το ’χουνε σφραγίσει
Σαν της αράχνης τον ιστό
Παραμονεύει να πιαστώ
Αυτή η πόλη που στην ώρα της ξυπνάει
Και την ουρά της κυνηγάει
Από το χέρι με τραβάς
Στο βουητό της αγοράς
Ότι σου χάρισα μαζεύω απ’ τον δρόμο
Κι ότι μου δάνεισες πληρώνω.
|
O ílios vgeni to pri
Ke psáchni méros na krifti
S’ aftín tin póli pu de mu ’kane chatíri
Malóno m’ éna ksipnitíri
Ftiákse me ópos thes esí
Ke másise mu tin trofí
Tis tsimenténies su tis rízes proskináo
Ke sta fanária stamatáo
S’ aftín tin póli pu mirízi to neró
Ston kanapé psáchno tin tíchi mu na vro
Έcho paráthiro pu vlépi pros tin dísi
Όmos mu to ’chune sfragisi
San tis aráchnis ton istó
Paramonevi na piastó
Aftí i póli pu stin óra tis ksipnái
Ke tin urá tis kinigái
Apó to chéri me travás
Sto vuitó tis agorás
Όti su chárisa mazevo ap’ ton drómo
Ki óti mu dánises pliróno.
|