Σε μια γωνιά της Αθήνας
γεννήθηκα εγώ όπως κι εσύ,
στα μέσα του Εβδομήντα,
ίσως να παίζαμε μικροί μαζί.
Μέσα στις αλάνες, μες τις γειτονιές
μπάλα κι αλητεία, γέλια και φωνές.
Κάποτε στο χθες.
Τώρα στους δρόμους γυρνάω,
μα τίποτα δεν είναι όπως παλιά,
το γκρίζο και το τσιμέντο
ήρθαν και σκέπασαν την γειτονιά.
Που `ναι η αλάνα, που `ναι οι νερατζιές,
το μπακαλικάκι με τις λυχουδιές.
Χάθηκαν στο χθες.
Θέλω ν’ ανέβω όπως πρώτα,
να πάω να δω την πόλη από ψηλά,
μια θάλασσα από φώτα,
το σκηνικό στα πρώτα μας φιλιά.
Τότε που διψούσες γι’ άγριες γιορτές
κι όταν με φιλούσες άναβαν φωτιές.
Κάποτε στο χθες.
|
Se mia goniá tis Athínas
genníthika egó ópos ki esí,
sta mésa tu Evdomínta,
ísos na pezame mikri mazí.
Mésa stis alánes, mes tis gitoniés
bála ki alitia, gélia ke fonés.
Kápote sto chthes.
Tóra stus drómus girnáo,
ma típota den ine ópos paliá,
to gkrízo ke to tsiménto
írthan ke sképasan tin gitoniá.
Pu `ne i alána, pu `ne i neratziés,
to bakalikáki me tis lichudiés.
Cháthikan sto chthes.
Thélo n’ anévo ópos próta,
na páo na do tin póli apó psilá,
mia thálassa apó fóta,
to skinikó sta próta mas filiá.
Tóte pu dipsuses gi’ ágries giortés
ki ótan me filuses ánavan fotiés.
Kápote sto chthes.
|