Τα βράδια που όλα σιωπούν
τυλίγομαι τη μυρωδιά σου
κι η σκέψη μια τρέλα γλυκιά συναντά
κρυφά ζωντανεύουν ξανά
τα παλιά μας φιλιά σαν πουλιά
φτερουγίζουν παντού
με σκορπούν.
Τις ώρες που όλα σιωπούν
νομίζω ξανά πως σ’ αγγίζω
πλημμύρα η χαρά στο κορμί μια στιγμή
νομίζω πως κάθε φορά
μες στο νου μου
βουλιάζω διαρκώς
πιο πολύ, πιο βαθιά
και φοβάμαι.
Ποτέ μην περάσουν ξανά
τα χέρια σου μες στα μαλλιά μου
μακριά από την τάξη της γης μ’ οδηγείς
γιατί όσα στο τώρα δε ζουν
μείναν πίσω στον χρόνο του χθες
κι εσύ όσο κι αν θες δε γυρίζουν.
Τα λόγια έχουν πια κουραστεί
θέλησαν να πουν την αλήθεια
τη νύχτα μιλάει η σιωπή καληνύχτα.
|
Ta vrádia pu óla siopun
tilígome ti mirodiá su
ki i sképsi mia tréla glikiá sinantá
krifá zontanevun ksaná
ta paliá mas filiá san puliá
fterugizun pantu
me skorpun.
Tis óres pu óla siopun
nomízo ksaná pos s’ angizo
plimmíra i chará sto kormí mia stigmí
nomízo pos káthe forá
mes sto nu mu
vuliázo diarkós
pio polí, pio vathiá
ke fováme.
Poté min perásun ksaná
ta chéria su mes sta malliá mu
makriá apó tin táksi tis gis m’ odigis
giatí ósa sto tóra de zun
minan píso ston chróno tu chthes
ki esí óso ki an thes de girízun.
Ta lógia échun pia kurasti
thélisan na pun tin alíthia
ti níchta milái i siopí kaliníchta.
|