Στου λιμανιού το μέσα μέρος
έρημος κάθεται και γέρος
ο καπετάνιος ο παλιός
ο Παντελής ο Φαφαλιός
Κι είναι τα μάτια του στ’ αλήθεια
γεμάτα λες με παραμύθια
από τα τόσα πού ‘χει δει
σαν πρωτοκίνησε παιδί
Κι όπως τον κοιτάζω ωστόσο
απ’ την δική μου την σκοπιά
καράβι θέλω ν’αρματώσω
με τα σαράντα του κουπιά
Κι όπως φλέγεται το Αιγαίο
απ’ το φεγγάρι το παλιό
καραβοκύρη να τον λέω
τον Παντελή τον Φαφαλιό
Μοιάζει τρικάταρτο αραγμένο
με το σκαρί του λαβωμένο
απ’ τις φουρτούνες τις βαριές
σε θάλασσες και σε στεριές
Κι από ψηλά με δάκρυ μάνας
τ’ άστρο τον κλαίει της τραμουντάνας
με το σαΐνι τον νοτιά
κάπου ξανοίγει τη ματιά
|
Stu limaniu to mésa méros
érimos káthete ke géros
o kapetánios o paliós
o Pantelís o Fafaliós
Ki ine ta mátia tu st’ alíthia
gemáta les me paramíthia
apó ta tósa pu ‘chi di
san protokínise pedí
Ki ópos ton kitázo ostóso
ap’ tin dikí mu tin skopiá
karávi thélo n’armatóso
me ta saránta tu kupiá
Ki ópos flégete to Egeo
ap’ to fengári to palió
karavokíri na ton léo
ton Pantelí ton Fafalió
Miázi trikátarto aragméno
me to skarí tu lavoméno
ap’ tis furtunes tis variés
se thálasses ke se steriés
Ki apó psilá me dákri mánas
t’ ástro ton klei tis tramuntánas
me to saΐni ton notiá
kápu ksanigi ti matiá
|