Κορμί μου πονεμένο,
κορμί βασανισμένο,
κορμί τυραννισμένο,
σε φάγαν οι καημοί.
Δεν είναι αδικία
στη μαύρη τυραννία
να λιώνεις μ’ αγωνία,
ταλαίπωρο κορμί;
Ο πόνος ο δικός μου,
ο πόνος ο δικός μου,
ο πόνος ο δικός μου
δεν έχει γιατρειά.
Πικρό φαρμάκι πίνω
και μαύρο δάκρυ χύνω,
και μαύρο δάκρυ χύνω
στη μαύρη μοναξιά.
Καρδιά μου πονεμένη,
καρδιά μου πικραμένη,
καρδιά μου πληγωμένη,
για πες μου πώς βαστάς.
Τα βάσανα που έχεις
για πες μου πώς τ’ αντέχεις,
για πες μου πώς αντέχεις
να κλαις και να πονάς.
|
Kormí mu poneméno,
kormí vasanisméno,
kormí tirannisméno,
se fágan i kaimi.
Den ine adikía
sti mavri tirannía
na liónis m’ agonía,
taleporo kormí;
O pónos o dikós mu,
o pónos o dikós mu,
o pónos o dikós mu
den échi giatriá.
Pikró farmáki píno
ke mavro dákri chíno,
ke mavro dákri chíno
sti mavri monaksiá.
Kardiá mu poneméni,
kardiá mu pikraméni,
kardiá mu pligoméni,
gia pes mu pós vastás.
Ta vásana pu échis
gia pes mu pós t’ antéchis,
gia pes mu pós antéchis
na kles ke na ponás.
|