Μου πήρε χρόνια να καταλάβω
πως υπάρχει και μια άλλη ζωή πέρα απ’τον πάγο,
εκεί που λιάζονται οι σαύρες και τα ηφαίστεια
ησυχάζουν στο φως που το γυμνώνει.
Κουράστηκα να γυρίζω σ’αυτές τις ερήμους,
αυτή η διαδρομή μ’εξοντώνει.
Σίγουρα κάπου θα υπάρχουν δυο μάτια
που σαν άυλοι φάροι μες στη νύχτα
θα μου δείχνουν ένα δρόμο να βαδίσω.
Έναν ορίζοντα λαμπρό όπου θα με περιμένει
η ζεστασιά κι η συγκατάνευση
με μια κούπα στα χείλη
κι ένα χαμόγελο στο χρώμα του κυκλάμινου.
Μα καθώς προσπαθώ να βγω
απ’αυτήν την τυφλή μάζα τρόμου που με περιέχει,
βραχνές αναμνήσεις μου θυμίζουν
πως η ζωή μου πάντα θα επιστρέφει
σαν τιμωρός και σαν τύψη.
Ένας κόσμος ορυκτός,
μια παρουσία στοιχειωμένη.
Θυμάμαι μια νύχτα που `χες πει:
“Έχεις σταυρώσει κόσμο εσύ, θα μείνεις ξένος”
και σε κοιτούσα σαν παιδί
που κάποιος του ‘πε το γιατί
φυσάει αγέρας στη ζωή του αγριεμένος.
|
Mu píre chrónia na katalávo
pos ipárchi ke mia álli zoí péra ap’ton págo,
eki pu liázonte i savres ke ta ifestia
isicházun sto fos pu to gimnóni.
Kurástika na girízo s’aftés tis erímus,
aftí i diadromí m’eksontóni.
Sígura kápu tha ipárchun dio mátia
pu san áili fári mes sti níchta
tha mu dichnun éna drómo na vadíso.
Έnan orízonta labró ópu tha me periméni
i zestasiá ki i sigkatánefsi
me mia kupa sta chili
ki éna chamógelo sto chróma tu kikláminu.
Ma kathós prospathó na vgo
ap’aftín tin tiflí máza trómu pu me periéchi,
vrachnés anamnísis mu thimízun
pos i zoí mu pánta tha epistréfi
san timorós ke san típsi.
Έnas kósmos oriktós,
mia parusía stichioméni.
Thimáme mia níchta pu `ches pi:
“Έchis stavrósi kósmo esí, tha minis ksénos”
ke se kitusa san pedí
pu kápios tu ‘pe to giatí
fisái agéras sti zoí tu agrieménos.
|