Να μην ξημέρωνε ποτέ
το Σάββατο εκείνο,
που έφυγες και μ’ άφησες
φαρμάκια για να πίνω.
Καταραμένο Σάββατο,
μου πήρες την χαρά μου,
συμφορά μου, συμφορά μου.
Σαν έφεξε η Κυριακή
απόφαση το πήρα,
να κλαίω πάντα στη ζωή
την μαύρη μου τη μοίρα.
Καταραμένο Σάββατο,
μου πήρες την χαρά μου,
συμφορά μου, συμφορά μου.
Απόψε έχω στην καρδιά
προαίσθηση μεγάλη,
πως θα γυρίσεις γρήγορα
στο σπίτι μας και πάλι.
Καταραμένο Σάββατο,
μου πήρες την χαρά μου,
συμφορά μου συμφορά μου.
|
Na min ksimérone poté
to Sávvato ekino,
pu éfiges ke m’ áfises
farmákia gia na píno.
Kataraméno Sávvato,
mu píres tin chará mu,
simforá mu, simforá mu.
San éfekse i Kiriakí
apófasi to píra,
na kleo pánta sti zoí
tin mavri mu ti mira.
Kataraméno Sávvato,
mu píres tin chará mu,
simforá mu, simforá mu.
Apópse écho stin kardiá
proesthisi megáli,
pos tha girísis grígora
sto spíti mas ke páli.
Kataraméno Sávvato,
mu píres tin chará mu,
simforá mu simforá mu.
|